- καταπιστευματοδόχος
- ο (νομ.) το άτομο στο οποίο μεταβιβάζεται από τον κληρονόμο ένα περιουσιακό στοιχείο, μετά από δήλωση σχετικής βουλήσεως που περιέχεται στη διαθήκη τού διαθέτη, με σκοπό να διασφαλιστεί μια απαίτησή του.[ΕΤΥΜΟΛ. < καταπίστευμα(-τος) + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. εντολο-δόχος, ψηφο-δόχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.